suprir - ορισμός. Τι είναι το suprir
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι suprir - ορισμός


Suprir      
v. t.
Preencher a falta de; substituir.
Complementar.
Remediar: "suprir necessidades".
Prover.
Auxiliar.
V. i.
Servir de auxílio; acudir.
Ser substituto ou supplente.
(Do lat. "supplere")
suprir      
(lat supplere) vtd
1 Completar o que falta a: Suprir a quantidade necessária. vtd e vti
2 Fazer as vezes de, preencher a falta de; substituir: A intuição supre o conhecimento. O secretário supria pelo presidente. vtd e vpr
3 Abastecer(-se) do necessário; prover(-se): Os vencimentos da aposentadoria não o suprem. Precisamos supri-lo do essencial. Muitos cidadãos deste bairro suprem-se na cooperativa. Supramo-nos de paciência. vtd e vti
4 Acudir, remediar: Suprir necessidades. Suprir frustrações. Suprir um defeito. Muito trabalha para suprir aos encargos da numerosa prole. vint
5 Substituir: Na ausência do presidente, cabe ao vice-presidente suprir. Não há doce para a sobremesa: as bananas suprirão.
Supra...      
pref.
(designativo de "superioridade", "excellência", "excesso", etc.)
(Lat. "supra")